- στασίμων
- στάσιμοςcheckingmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αντηχείο, ηλεκτρομαγνητικό — Μέρος του χώρου που περικλείεται από μεταλλικά τοιχώματα και το οποίο μπορεί να γίνει έδρα ενός συστήματος στάσιμων ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Για την παραγωγή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων υψηλής συχνότητας (μέχρι 30.000 MHz) χρησιμοποιούνται… … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
επιταχυντής — Μηχάνημα που προσδίδει αρκετά υψηλή ενέργεια σε ατομικά ή υποατομικά σωματίδια με ηλεκτρικό φορτίο, όπως τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια, τα δευτερόνια. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση της επιταχυντικής δράσης των ηλεκτρικών και ηλεκτρομαγνητικών… … Dictionary of Greek
ζωογλοία — η υμένιο που σχηματίζεται στην επιφάνεια ορισμένων υγρών (ξιδιού, στάσιμων νερών). Αποτελείται από βακτήρια ή μύκητες τών οποίων τα κύτταρα περιβάλλονται από κάψες, με σύσταση πολυσακχαριτική ή πρωτεϊνική. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + γλοία «κόλλα … Dictionary of Greek
νωτόστρακα — Είδος βραγχιοπόδων. Στην Ευρώπη ζουν δύο γένη, τα τρίωψ και λεπίδουρος. Τα βραγχιόποδα αυτά πολλαπλασιάζονται με παρθενογένεση. Τα αβγά τους εκκολάπτονται μόλις βρεθούν στο νερό. * * * τα ζωολ. τάξη βραγχιόποδων καρκινοειδών τών στάσιμων γλυκών… … Dictionary of Greek
πιλουλαρία — η, Ν βοτ. ελόβιο φυτό, πτέριδα τών στάσιμων νερών. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pilularia < λατ. pilula «μικρή μπάλα» + aria] … Dictionary of Greek
στατικός — ή, ό / στατικός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στάση, που προκαλεί στάση, που προκαλεί ακινησία, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που αναφέρεται στην κίνηση ή στη μεταβολή 2. το θηλ. ως ουσ. η στατική γένος αγγειόσπερμων δικότυλων… … Dictionary of Greek
σφαιροπλέα — η, Ν βοτ. γένος χλωροφυκών τών γλυκών στάσιμων υδάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sphaeroplea (< σφαίρα + πλέως / πλέος «πλήρης, γεμάτος»)] … Dictionary of Greek
υγρότοπος — ο, Ν οικολ. χερσαίο οικοσύστημα που χαρακτηρίζεται από περιορισμένη αποστράγγιση και, για τον λόγο αυτό, από συνεχή ή κατά το μεγαλύτερο διάστημα τού έτους παρουσία βραδυκίνητων ή στάσιμων νερών που διαποτίζουν το έδαφος, αλλ. υγροβιότοπος.… … Dictionary of Greek